ItalianoGreco


trabeazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trabeatˈtsjone]

1 κατασκευή με οριζόντια δοκάρια (πρέκια) αντί για τόξα αρχιτεκτονικά
2 θριγκός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---