Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrabócco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [traˈbokko] 1 εκχείλιση 2 υπερχείλιση 3 ξεχείλισμα 4 όλμος 5 καταπέλτης μεσαιωνικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |