Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tracciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tratˈʧare]

1 ιχνογραφώ
2 απεικονίζω
3 προγραμματίζω
4 προτίθεμαι
5 σκιτσάρω
6 μελετώ
7 σκοπεύω
8 χαράζω πορεία πλοίου σε χάρτη
9 προσχεδιάζω
10 σχεδιάζω
11 σκαριφώ
12 καταστρώνω
13 ετοιμάζω το πλάνο
14 σχεδιογραφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tracciante tracciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traccheggio (ουσ αρσ )
traccia (θηλ.ουσ)
tracciamento (ουσ αρσ )
tracciante (ουσ αρσ )
tracciante (επίθ.)
tracciare (ρ. μτβ.)
tracciato (αρσ. επίθ και ουσ)
tracciatore (ουσ αρσ )
tracciatrice (θηλ.ουσ)
tracciatura (θηλ.ουσ)
trace (ουσ αρσ )
trace (επίθ.)
trachea (θηλ.ουσ)
tracheale (επίθ.)
tracheide (θηλ.ουσ)
tracheite (θηλ.ουσ)
tracheotomia (θηλ.ουσ)
trachite (θηλ.ουσ)
tracia (θηλ.ουσ)
tracimare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---