Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtracciànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tratˈʧante] 1 δείκτης βιολογικής δράσης 2 δείκτης χημικής δράσης tracciànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tratˈʧante] 1 τροχιοδεικτικός 2 που αφήνει ίχνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |