Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtracciatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tratʧaˈtore] 1 σχεδιογράφος 2 όργανο αυτόματης καταγραφής πορείας πλοίου 3 σχεδιαστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |