Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tracciàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tratˈʧato]

1 σελιδοποίηση
2 λεπτομερής σχεδιασμός
3 ρυμοτομικό σχέδιο
4 σχέδιο
5 διάταξη παραγωγής εργοστασίου
6 γράφημα
7 διάγραμμα
8 διάταξη
9 πλάνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tracciare tracciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traccia (θηλ.ουσ)
tracciamento (ουσ αρσ )
tracciante (ουσ αρσ )
tracciante (επίθ.)
tracciare (ρ. μτβ.)
tracciato (αρσ. επίθ και ουσ)
tracciatore (ουσ αρσ )
tracciatrice (θηλ.ουσ)
tracciatura (θηλ.ουσ)
trace (ουσ αρσ )
trace (επίθ.)
trachea (θηλ.ουσ)
tracheale (επίθ.)
tracheide (θηλ.ουσ)
tracheite (θηλ.ουσ)
tracheotomia (θηλ.ουσ)
trachite (θηλ.ουσ)
tracia (θηλ.ουσ)
tracimare (ρ.αμτβ.)
tracimazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---