Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtracchéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trakˈkedʤo] περιστροφική παραπλανητική κίνηση του ξίφους (ξιφασκία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |