Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrabocchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trabokˈketto] 1 καταπακτή παγίδας 2 βρόχος 3 ενέδρα 4 παγίδα 5 δόκανο 6 λούμπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |