Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraballìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trabalˈlio] 1 τίναγμα 2 ταρακούνημα 3 κούνημα 4 τράνταγμα 5 αναπήδημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |