Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtourniquet
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [turniˈke] 1 περιστροφική θύρα ή πύλη 2 φουρκέτα (στροφή) 3 τουρνικέ γηπέδου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |