ItalianoGreco


totalizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [totaliddzaˈtore]

1 καταχωρητής αθροίσεων (μικροεπεξεργαστή)
2 μηχανή ομαδικού στοιχήματος
3 αθροιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---