Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtotalitarìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [totalitaˈrizmo] 1 δικτατορία 2 τυραννία 3 δεσποτισμός 4 ολοκληρωτισμός 5 απολυταρχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |