Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


totàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈtale]

το σύνολο

totàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [toˈtale]

ολικός (-ή, -ό), συνολικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tot totalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tostino (ουσ αρσ )
tosto (ουσ αρσ )
tosto (επίθ.)
tot (επίθ.)
tot (αντων.)
totale (ουσ αρσ )
totale (επίθ.)
totalità (θηλ.ουσ)
totalitario (επίθ.)
totalitarismo (ουσ αρσ )
totalitaristico (επίθ.)
totalizzare (ρ. μτβ.)
totalizzatore (ουσ αρσ )
totalizzazione (θηλ.ουσ)
totano (ουσ αρσ )
totem (ουσ αρσ )
totemico (επίθ.)
totemismo (ουσ αρσ )
TOTIP, totip (ουσ αρσ )
totocalcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---