Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔsto]

1 φρυγανισμένο σάντουιτς
2 τοστ

tòsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔsto]

σκληρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tostino tot  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


faccia [θηλ.] tosta = ο θράσος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tostare (ρ. μτβ.)
tostato (επίθ.)
tostatrice (θηλ.ουσ)
tostatura (θηλ.ουσ)
tostino (ουσ αρσ )
tosto (ουσ αρσ )
tosto (επίθ.)
tot (επίθ.)
tot (αντων.)
totale (ουσ αρσ )
totale (επίθ.)
totalità (θηλ.ουσ)
totalitario (επίθ.)
totalitarismo (ουσ αρσ )
totalitaristico (επίθ.)
totalizzare (ρ. μτβ.)
totalizzatore (ουσ αρσ )
totalizzazione (θηλ.ουσ)
totano (ουσ αρσ )
totem (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---