Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


totalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [totaliˈta]

1 σύνολο
2 ολικότητα
3 ολότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  totale totalitario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tosto (επίθ.)
tot (επίθ.)
tot (αντων.)
totale (ουσ αρσ )
totale (επίθ.)
totalità (θηλ.ουσ)
totalitario (επίθ.)
totalitarismo (ουσ αρσ )
totalitaristico (επίθ.)
totalizzare (ρ. μτβ.)
totalizzatore (ουσ αρσ )
totalizzazione (θηλ.ουσ)
totano (ουσ αρσ )
totem (ουσ αρσ )
totemico (επίθ.)
totemismo (ουσ αρσ )
TOTIP, totip (ουσ αρσ )
totocalcio (ουσ αρσ )
tottavilla (θηλ.ουσ)
toupet (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---