Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòtem, totèm  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔtem], [toˈtɛm]

τοτέμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  totano totemico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

totalitaristico (επίθ.)
totalizzare (ρ. μτβ.)
totalizzatore (ουσ αρσ )
totalizzazione (θηλ.ουσ)
totano (ουσ αρσ )
totem (ουσ αρσ )
totemico (επίθ.)
totemismo (ουσ αρσ )
TOTIP, totip (ουσ αρσ )
totocalcio (ουσ αρσ )
tottavilla (θηλ.ουσ)
toupet (ουσ αρσ )
tour de force (ουσ αρσ )
tournee (θηλ.ουσ)
tourniquet (ουσ αρσ )
tout court (επίρ.)
tovaglia (θηλ.ουσ)
tovagliato (ουσ αρσ )
tovagliolo (ουσ αρσ )
tozzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---