Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaldàre (ρ.αμτβ.) scalmanàto (επίθ.)
scaldàre (ρ. μτβ.) scalmièra (θηλ.ουσ)
scaldarsi (ρ.μ. (αντων.)) scàlmo (ουσ αρσ )
scaldàta (θηλ.ουσ) scàlo (ουσ αρσ )
scaldavivànde (ουσ αρσ ) scalógna (θηλ.ουσ)
scaldìno (ουσ αρσ ) scalognàto (επίθ.)
scalèa (θηλ.ουσ) scalógno (ουσ αρσ )
scalèno (αρσ. επίθ και ουσ) scalóne (ουσ αρσ )
scalenoèdro (ουσ αρσ ) scàlopo (ουσ αρσ )
scalèo (ουσ αρσ ) scalòppa (θηλ.ουσ)
scalétta (θηλ.ουσ) scaloppìna (θηλ.ουσ)
scalettàre (ρ. μτβ.) scalpàre (ρ. μτβ.)
scalettàto (επίθ.) scalpellàre (ρ. μτβ.)
scalfàre (ρ. μτβ.) scalpellatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
scalfìre (ρ. μτβ.) scalpellatùra (θηλ.ουσ)
scalfittùra (θηλ.ουσ) scalpellìno (ουσ αρσ )
scàlfo (ουσ αρσ ) scalpèllo (ουσ αρσ )
scalìgero (ουσ αρσ ) scalpicciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalìgero (επίθ.) scalpiccìo (ουσ αρσ )
scalinàre (ρ. μτβ.) scalpitaménto (ουσ αρσ )
scalinàta (θηλ.ουσ) scalpitàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalìno (ουσ αρσ ) scalpitìo (ουσ αρσ )
scalmàna (θηλ.ουσ) scàlpo (ουσ αρσ )
scalmanàrsi (ρ. μ. αμτβ.) scalpóre (ουσ αρσ )
scalmanàto (ουσ αρσ ) scaltraménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: