Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sandràcca (θηλ.ουσ) sanguinosaménte (επίρ.)
sandwich (ουσ αρσ ) sanguinóso (επίθ.)
sanforizzàre (ρ. μτβ.) sanguisùga (θηλ.ουσ)
sanforizzàto (επίθ.) sanguìvoro (επίθ.)
sangàllo (ουσ αρσ ) sanità (θηλ.ουσ)
sangria (θηλ.ουσ) sanitàrio (ουσ αρσ )
sàngue (ουσ αρσ ) sanitàrio (επίθ.)
sàngue (επίθ.) sàno (επίθ.)
sanguemìsto (ουσ αρσ ) sanrocchìno (ουσ αρσ )
sanguìfero (επίθ.) sànsa (θηλ.ουσ)
sanguificàre (ρ. μτβ.) sanscritìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
sanguificarsi (ρ.μ. (αντων.)) sànscrito (ουσ αρσ )
sanguificatore (ουσ αρσ ) sànscrito (επίθ.)
sanguificazióne (θηλ.ουσ) santabàrbara (θηλ.ουσ)
sanguìgna (θηλ.ουσ) santaménte (επίρ.)
sanguìgno (ουσ αρσ ) santarellìna (θηλ.ουσ)
sanguìgno (επίθ.) santerèllo (ουσ αρσ )
sanguinàccio (ουσ αρσ ) santificànte (επίθ.)
sanguinànte (επίθ.) santificàre (ρ. μτβ.)
sanguinàre (ρ.αμτβ.) santificarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanguinària (θηλ.ουσ) santificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
sanguinàrio (επίθ.) santificazióne (θηλ.ουσ)
sànguine (ουσ αρσ ) santimònia (θηλ.ουσ)
sanguinèlla (θηλ.ουσ) santìno (ουσ αρσ )
sanguinolènto (επίθ.) santìssimo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: