Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

responsòrio (ουσ αρσ ) retàta (θηλ.ουσ)
rèssa (θηλ.ουσ) réte (θηλ.ουσ)
rèsta (θηλ.ουσ) reticèlla (θηλ.ουσ)
restànte (αρσ. επίθ και ουσ) reticènte (επίθ.)
restàre (ρ.αμτβ.) reticènza (θηλ.ουσ)
restauràbile (επίθ.) reticolaménto (ουσ αρσ )
restauràre (ρ. μτβ.) reticolàre (επίθ.)
restauratìvo (επίθ.) reticolàre (ρ. μτβ.)
restauratóre (αρσ. επίθ και ουσ) reticolàto (ουσ αρσ )
restaurazióne (θηλ.ουσ) reticolàto (επίθ.)
restàuro (ουσ αρσ ) reticolatùra (θηλ.ουσ)
restìo (αρσ. επίθ και ουσ) reticolazióne (θηλ.ουσ)
restituìbile (επίθ.) retìcolo (ουσ αρσ )
restituìre (ρ. μτβ.) reticoloendoteliàle (επίθ.)
restitutóre (αρσ. επίθ και ουσ) retifórme (επίθ.)
restitutòrio (επίθ.) rètina (θηλ.ουσ)
restituzióne (θηλ.ουσ) retinàre (ρ. μτβ.)
rèsto (ουσ αρσ ) retìnico (επίθ.)
restrìngere (ρ. μτβ.) retinìte (θηλ.ουσ)
restrìngersi (ρ. μ. αμτβ.) retìno (ουσ αρσ )
restringiménto (ουσ αρσ ) rètore (ουσ αρσ )
restrittìvo (επίθ.) retòrica (θηλ.ουσ)
restrizióne (θηλ.ουσ) retoricaménte (επίρ.)
resupìno (επίθ.) retòrico (ουσ αρσ )
retàggio (ουσ αρσ ) retòrico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: