Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potènte (επίθ.) poveruòmo (ουσ αρσ )
potenteménte (επίρ.) pozióne (θηλ.ουσ)
potènza (θηλ.ουσ) pózza (θηλ.ουσ)
potenziàle (ουσ αρσ ) pozzànghera (θηλ.ουσ)
potenziàle (επίθ.) pozzétta (θηλ.ουσ)
potenzialità (θηλ.ουσ) pozzétto (ουσ αρσ )
potenziaménto (ουσ αρσ ) pózzo (ουσ αρσ )
potenziàre (ρ. μτβ.) pozzolàna (θηλ.ουσ)
potenziòmetro (ουσ αρσ ) pozzolànico (επίθ.)
potére (ουσ αρσ ) Pràga (θηλ.ουσ)
potére (ρ.αμτβ.) pragmàtica (θηλ.ουσ)
potére (ρ. μτβ.) pragmatìsmo (ουσ αρσ )
potestà (θηλ.ουσ) pragmatìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pot–pourri (ουσ αρσ ) pragmatìstico (επίθ.)
pouf (ουσ αρσ ) pralìna (θηλ.ουσ)
pourparler (ουσ αρσ ) pralinàre (ρ. μτβ.)
poveràccio (ουσ αρσ ) prammàtica (θηλ.ουσ)
poveràglia (θηλ.ουσ) prammàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
poveraménte (επίρ.) pranzàre (ρ.αμτβ.)
poverèllo (αρσ. επίθ και ουσ) prànzo (ουσ αρσ )
poverétto (ουσ αρσ ) praseodìmio (ουσ αρσ )
poverìno (ουσ αρσ ) pràssi (θηλ.ουσ)
pòvero (ουσ αρσ ) Prassìtele (ουσ αρσ )
pòvero (επίθ.) prataiòlo (ουσ αρσ )
povertà (θηλ.ουσ) prataiòlo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: