ItalianoGreco


pozzétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [potˈtsetto]

1 κάρτερ αυτοκινήτου
2 πηγαδάκι
3 λεκάνη αποστράγγισης
4 τμήμα πηδαλιούχησης πλοίου
5 χαμηλότατο τμήμα ορυχείου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---