Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pozzétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [potˈtsetto]

1 κάρτερ αυτοκινήτου
2 πηγαδάκι
3 λεκάνη αποστράγγισης
4 τμήμα πηδαλιούχησης πλοίου
5 χαμηλότατο τμήμα ορυχείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pozzetta pozzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poveruomo (ουσ αρσ )
pozione (θηλ.ουσ)
pozza (θηλ.ουσ)
pozzanghera (θηλ.ουσ)
pozzetta (θηλ.ουσ)
pozzetto (ουσ αρσ )
pozzo (ουσ αρσ )
pozzolana (θηλ.ουσ)
pozzolanico (επίθ.)
Praga (θηλ.ουσ)
pragmatica (θηλ.ουσ)
pragmatismo (ουσ αρσ )
pragmatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pragmatistico (επίθ.)
pralina (θηλ.ουσ)
pralinare (ρ. μτβ.)
prammatica (θηλ.ουσ)
prammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
pranzare (ρ.αμτβ.)
pranzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---