Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pózza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpottsa]

1 λιμνούλα
2 λακκούβα με λάσπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pozione pozzanghera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

povero (ουσ αρσ )
povero (επίθ.)
povertà (θηλ.ουσ)
poveruomo (ουσ αρσ )
pozione (θηλ.ουσ)
pozza (θηλ.ουσ)
pozzanghera (θηλ.ουσ)
pozzetta (θηλ.ουσ)
pozzetto (ουσ αρσ )
pozzo (ουσ αρσ )
pozzolana (θηλ.ουσ)
pozzolanico (επίθ.)
Praga (θηλ.ουσ)
pragmatica (θηλ.ουσ)
pragmatismo (ουσ αρσ )
pragmatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pragmatistico (επίθ.)
pralina (θηλ.ουσ)
pralinare (ρ. μτβ.)
prammatica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---