Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pózzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpottso]

το πηγάδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pozzetto pozzolana  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pozzo [αρσ.] petrolifero = η πετρελαιοπηγή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pozione (θηλ.ουσ)
pozza (θηλ.ουσ)
pozzanghera (θηλ.ουσ)
pozzetta (θηλ.ουσ)
pozzetto (ουσ αρσ )
pozzo (ουσ αρσ )
pozzolana (θηλ.ουσ)
pozzolanico (επίθ.)
Praga (θηλ.ουσ)
pragmatica (θηλ.ουσ)
pragmatismo (ουσ αρσ )
pragmatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pragmatistico (επίθ.)
pralina (θηλ.ουσ)
pralinare (ρ. μτβ.)
prammatica (θηλ.ουσ)
prammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
pranzare (ρ.αμτβ.)
pranzo (ουσ αρσ )
praseodimio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---