ItalianoGreco


prammàtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pramˈmatiko]

1 πρακτικός
2 πραγματικός
3 πραγματιστικός
4 θετικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---