Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prataiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prataˈjɔlo]

μανιτάρι psalliota campestris

prataiòlo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prataˈjɔlo]

1 ο των λιβαδιών
2 ελεύθερης βοσκής
3 ο των αγρών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Prassitele pratense  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pranzare (ρ.αμτβ.)
pranzo (ουσ αρσ )
praseodimio (ουσ αρσ )
prassi (θηλ.ουσ)
Prassitele (ουσ αρσ )
prataiolo (ουσ αρσ )
prataiolo (επίθ.)
pratense (επίθ.)
prateria (θηλ.ουσ)
pratica (θηλ.ουσ)
praticabile (ουσ αρσ )
praticabile (επίθ.)
praticabilità (θηλ.ουσ)
praticaccia (θηλ.ουσ)
praticamente (επίρ.)
praticante (ουσ αρσ και θηλ.)
praticante (επίθ.)
praticare (ρ. μτβ.)
praticità (θηλ.ουσ)
pratico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---