Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprataiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prataˈjɔlo] μανιτάρι psalliota campestris prataiòlo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prataˈjɔlo] 1 ο των λιβαδιών 2 ελεύθερης βοσκής 3 ο των αγρών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |