Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pràtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpratiko]

1 πρακτικός
2 (esperto) έμπειρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  praticità praticoltura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere pratico = έχω πείρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

praticamente (επίρ.)
praticante (ουσ αρσ και θηλ.)
praticante (επίθ.)
praticare (ρ. μτβ.)
praticità (θηλ.ουσ)
pratico (επίθ.)
praticoltura (θηλ.ουσ)
praticone (ουσ αρσ )
pratile (αρσ. επίθ και ουσ)
prativo (επίθ.)
prato (ουσ αρσ )
pratolina (θηλ.ουσ)
pravità (θηλ.ουσ)
pravo (επίθ.)
preaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preaccennato (επίθ.)
preadamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preadamitico (επίθ.)
preadolescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preagonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---