Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpràtico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpratiko] 1 πρακτικός 2 (esperto) έμπειρος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere pratico = έχω πείρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |