Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preaccennàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [preatʧenˈnare]

αναφέρω εκ των προτέρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pravo preaccennato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prativo (επίθ.)
prato (ουσ αρσ )
pratolina (θηλ.ουσ)
pravità (θηλ.ουσ)
pravo (επίθ.)
preaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preaccennato (επίθ.)
preadamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preadamitico (επίθ.)
preadolescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preagonico (επίθ.)
preallarme (ουσ αρσ )
preambolo (αρσ. επίθ και ουσ)
preammollo (ουσ αρσ )
preamplificare (ρ. μτβ.)
preamplificatore (ουσ αρσ )
preamplificazione (θηλ.ουσ)
preannunciare (ρ. μτβ.)
preannuncio (ουσ αρσ )
preannunziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---