Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preadamìta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [preadaˈmita]

άνθρωπος προ του Αδάμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preaccennato preadamitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pratolina (θηλ.ουσ)
pravità (θηλ.ουσ)
pravo (επίθ.)
preaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preaccennato (επίθ.)
preadamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preadamitico (επίθ.)
preadolescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preagonico (επίθ.)
preallarme (ουσ αρσ )
preambolo (αρσ. επίθ και ουσ)
preammollo (ουσ αρσ )
preamplificare (ρ. μτβ.)
preamplificatore (ουσ αρσ )
preamplificazione (θηλ.ουσ)
preannunciare (ρ. μτβ.)
preannuncio (ουσ αρσ )
preannunziare (ρ. μτβ.)
preannunzio (ουσ αρσ )
preatletico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---