Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preàmbolo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈambolo]

1 εισαγωγή
2 προοίμιο
3 εισηγητική έκθεση νόμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preallarme preammollo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preadamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preadamitico (επίθ.)
preadolescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preagonico (επίθ.)
preallarme (ουσ αρσ )
preambolo (αρσ. επίθ και ουσ)
preammollo (ουσ αρσ )
preamplificare (ρ. μτβ.)
preamplificatore (ουσ αρσ )
preamplificazione (θηλ.ουσ)
preannunciare (ρ. μτβ.)
preannuncio (ουσ αρσ )
preannunziare (ρ. μτβ.)
preannunzio (ουσ αρσ )
preatletico (επίθ.)
preavvertimento (ουσ αρσ )
preavvertire (ρ. μτβ.)
preavvisare (ρ. μτβ.)
preavviso (ουσ αρσ )
prebarba (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---