Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pràvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpravo]

1 αμαρτωλός
2 διεστραμμένος
3 ανάποδος
4 άνομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pravità preaccennare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pratile (αρσ. επίθ και ουσ)
prativo (επίθ.)
prato (ουσ αρσ )
pratolina (θηλ.ουσ)
pravità (θηλ.ουσ)
pravo (επίθ.)
preaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preaccennato (επίθ.)
preadamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preadamitico (επίθ.)
preadolescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preagonico (επίθ.)
preallarme (ουσ αρσ )
preambolo (αρσ. επίθ και ουσ)
preammollo (ουσ αρσ )
preamplificare (ρ. μτβ.)
preamplificatore (ουσ αρσ )
preamplificazione (θηλ.ουσ)
preannunciare (ρ. μτβ.)
preannuncio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---