Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpraticità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pratiʧiˈta] 1 πρακτικότητα 2 ευκολία 3 ευχρηστία 4 χρησιμότητα 5 πραγματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |