Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


praticàccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkatʧa]

1 κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα
2 πρακτική πείρα
3 εμπειρική ικανότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  praticabilità praticamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prateria (θηλ.ουσ)
pratica (θηλ.ουσ)
praticabile (ουσ αρσ )
praticabile (επίθ.)
praticabilità (θηλ.ουσ)
praticaccia (θηλ.ουσ)
praticamente (επίρ.)
praticante (ουσ αρσ και θηλ.)
praticante (επίθ.)
praticare (ρ. μτβ.)
praticità (θηλ.ουσ)
pratico (επίθ.)
praticoltura (θηλ.ουσ)
praticone (ουσ αρσ )
pratile (αρσ. επίθ και ουσ)
prativo (επίθ.)
prato (ουσ αρσ )
pratolina (θηλ.ουσ)
pravità (θηλ.ουσ)
pravo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---