Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpràtica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpratika] 1 η πρακτική 2 (esperienza) η πείρα 3 (incartamento) το φάκελος εγγράφων permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin pratica = στην ουσία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |