Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpraticàbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkabile] σκηνικό πραγματικό (στο θέατρο) praticàbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkabile] 1 κατορθωτός 2 βατός 3 που μπορεί να παιχθεί 4 εφαρμόσιμος 5 εφικτός 6 πραγματοποιήσιμος 7 διαβατός 8 εκτελεστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |