Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


praticoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,pratikolˈtura]

κτηνοτροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pratico praticone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

praticante (ουσ αρσ και θηλ.)
praticante (επίθ.)
praticare (ρ. μτβ.)
praticità (θηλ.ουσ)
pratico (επίθ.)
praticoltura (θηλ.ουσ)
praticone (ουσ αρσ )
pratile (αρσ. επίθ και ουσ)
prativo (επίθ.)
prato (ουσ αρσ )
pratolina (θηλ.ουσ)
pravità (θηλ.ουσ)
pravo (επίθ.)
preaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preaccennato (επίθ.)
preadamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preadamitico (επίθ.)
preadolescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preagonico (επίθ.)
preallarme (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---