Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprànzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈprandzo] το γεύμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαl'ho invitato a pranzo = τον είχα τραπέζι || offrire il pranzo = κάνω το τραπέζι || ora [θηλ.] di pranzo = η ώρα γεύματος || sala [θηλ.] da pranzo = η τραπεζαρία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |