Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòvero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔvero]

ο φτωχός (-ή)

pòvero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔvero]

φτωχός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poverino povertà  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


povero illuso! = κούνια που σε κούναγε!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poveraglia (θηλ.ουσ)
poveramente (επίρ.)
poverello (αρσ. επίθ και ουσ)
poveretto (ουσ αρσ )
poverino (ουσ αρσ )
povero (ουσ αρσ )
povero (επίθ.)
povertà (θηλ.ουσ)
poveruomo (ουσ αρσ )
pozione (θηλ.ουσ)
pozza (θηλ.ουσ)
pozzanghera (θηλ.ουσ)
pozzetta (θηλ.ουσ)
pozzetto (ουσ αρσ )
pozzo (ουσ αρσ )
pozzolana (θηλ.ουσ)
pozzolanico (επίθ.)
Praga (θηλ.ουσ)
pragmatica (θηλ.ουσ)
pragmatismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---