Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpòvero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔvero] ο φτωχός (-ή) pòvero επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔvero] φτωχός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpovero illuso! = κούνια που σε κούναγε! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |