Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoverétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poveˈretto] 1 καημένος 2 φτωχός 3 καημενούλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |