Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poverèllo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [poveˈrɛllo]

1 καημενούλης
2 καημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poveramente poveretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pouf (ουσ αρσ )
pourparler (ουσ αρσ )
poveraccio (ουσ αρσ )
poveraglia (θηλ.ουσ)
poveramente (επίρ.)
poverello (αρσ. επίθ και ουσ)
poveretto (ουσ αρσ )
poverino (ουσ αρσ )
povero (ουσ αρσ )
povero (επίθ.)
povertà (θηλ.ουσ)
poveruomo (ουσ αρσ )
pozione (θηλ.ουσ)
pozza (θηλ.ουσ)
pozzanghera (θηλ.ουσ)
pozzetta (θηλ.ουσ)
pozzetto (ουσ αρσ )
pozzo (ουσ αρσ )
pozzolana (θηλ.ουσ)
pozzolanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---