Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoverèllo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [poveˈrɛllo] 1 καημενούλης 2 καημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |