ItalianoGreco


potenzialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [potentsjaliˈta]

1 δυνατότητα
2 δυναμικότητα
3 δυναμικό
4 δραστικότητα
5 ικανότητα λανθάνουσα
6 ισχύς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---