Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potenzialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [potentsjaliˈta]

1 δυνατότητα
2 δυναμικότητα
3 δυναμικό
4 δραστικότητα
5 ικανότητα λανθάνουσα
6 ισχύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potenziale potenziamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potente (επίθ.)
potentemente (επίρ.)
potenza (θηλ.ουσ)
potenziale (ουσ αρσ )
potenziale (επίθ.)
potenzialità (θηλ.ουσ)
potenziamento (ουσ αρσ )
potenziare (ρ. μτβ.)
potenziometro (ουσ αρσ )
potere (ουσ αρσ )
potere (ρ.αμτβ.)
potere (ρ. μτβ.)
potesta (θηλ.ουσ)
pot–pourri (ουσ αρσ )
pouf (ουσ αρσ )
pourparler (ουσ αρσ )
poveraccio (ουσ αρσ )
poveraglia (θηλ.ουσ)
poveramente (επίρ.)
poverello (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---