Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpotènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈtɛnte] δυνατός άνθρωπος potènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [poˈtɛnte] δυνατός (-ή, -ό), ισχυρός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |