Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈtɛnte]

δυνατός άνθρωπος

potènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poˈtɛnte]

δυνατός (-ή, -ό), ισχυρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potentato potentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potassio (ουσ αρσ )
potatoio (ουσ αρσ )
potatore (ουσ αρσ )
potatura (θηλ.ουσ)
potentato (ουσ αρσ )
potente (ουσ αρσ )
potente (επίθ.)
potentemente (επίρ.)
potenza (θηλ.ουσ)
potenziale (ουσ αρσ )
potenziale (επίθ.)
potenzialità (θηλ.ουσ)
potenziamento (ουσ αρσ )
potenziare (ρ. μτβ.)
potenziometro (ουσ αρσ )
potere (ουσ αρσ )
potere (ρ.αμτβ.)
potere (ρ. μτβ.)
potesta (θηλ.ουσ)
pot–pourri (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---