Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpotentàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [potenˈtato] 1 ηγεμόνας 2 άρχοντας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |