Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potàssio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈtassjo]

κάλιο (στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potassico potatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potage (ουσ αρσ )
potamologia (θηλ.ουσ)
potare (ρ. μτβ.)
potassa (θηλ.ουσ)
potassico (επίθ.)
potassio (ουσ αρσ )
potatoio (ουσ αρσ )
potatore (ουσ αρσ )
potatura (θηλ.ουσ)
potentato (ουσ αρσ )
potente (ουσ αρσ )
potente (επίθ.)
potentemente (επίρ.)
potenza (θηλ.ουσ)
potenziale (ουσ αρσ )
potenziale (επίθ.)
potenzialità (θηλ.ουσ)
potenziamento (ουσ αρσ )
potenziare (ρ. μτβ.)
potenziometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---