Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potamologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [potamoloˈʤia]

ποταμολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potage potare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

postvocalico (επίθ.)
potabile (επίθ.)
potabilità (θηλ.ουσ)
potabilizzare (ρ. μτβ.)
potage (ουσ αρσ )
potamologia (θηλ.ουσ)
potare (ρ. μτβ.)
potassa (θηλ.ουσ)
potassico (επίθ.)
potassio (ουσ αρσ )
potatoio (ουσ αρσ )
potatore (ουσ αρσ )
potatura (θηλ.ουσ)
potentato (ουσ αρσ )
potente (ουσ αρσ )
potente (επίθ.)
potentemente (επίρ.)
potenza (θηλ.ουσ)
potenziale (ουσ αρσ )
potenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---