Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potenziòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [potenˈtsjɔmetro]

1 διαιρέτης τάσης
2 ποτενσιόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potenziare potere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potenziale (ουσ αρσ )
potenziale (επίθ.)
potenzialità (θηλ.ουσ)
potenziamento (ουσ αρσ )
potenziare (ρ. μτβ.)
potenziometro (ουσ αρσ )
potere (ουσ αρσ )
potere (ρ.αμτβ.)
potere (ρ. μτβ.)
potesta (θηλ.ουσ)
pot–pourri (ουσ αρσ )
pouf (ουσ αρσ )
pourparler (ουσ αρσ )
poveraccio (ουσ αρσ )
poveraglia (θηλ.ουσ)
poveramente (επίρ.)
poverello (αρσ. επίθ και ουσ)
poveretto (ουσ αρσ )
poverino (ουσ αρσ )
povero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---