Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈtere]

1 η εξουσία
2 (forza) η δύναμη

potére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [poˈtere]

1 ισχύω
2 δύναμαι
3 έχω επιρροή
4 επιτρέπεται
5 μπορώ
6 περνά από το χέρι μου
7 καταφέρνω
8 μακάρι να
9 δύνομαι
10 έχω τον τρόπο μου
11 επιβάλλομαι
12 είναι πιθανό
13 ημπορώ

potére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈtere]

μπορώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potenziometro potesta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potenziale (επίθ.)
potenzialità (θηλ.ουσ)
potenziamento (ουσ αρσ )
potenziare (ρ. μτβ.)
potenziometro (ουσ αρσ )
potere (ουσ αρσ )
potere (ρ.αμτβ.)
potere (ρ. μτβ.)
potesta (θηλ.ουσ)
pot–pourri (ουσ αρσ )
pouf (ουσ αρσ )
pourparler (ουσ αρσ )
poveraccio (ουσ αρσ )
poveraglia (θηλ.ουσ)
poveramente (επίρ.)
poverello (αρσ. επίθ και ουσ)
poveretto (ουσ αρσ )
poverino (ουσ αρσ )
povero (ουσ αρσ )
povero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---