Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpotenziaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [potentsjaˈmento] 1 ανάπτυξη 2 κραταίωση 3 δυνάμωμα 4 εδραίωση 5 εμπέδωση 6 ενδυνάμωση 7 αξιοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |