Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


potestà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [potesˈta]

1 έλεος
2 εξουσία
3 κύρος
4 αρχή
5 αυθεντία
6 τάξη αγγέλων
7 ισχύς
8 δικαίωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  potere pot–pourri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

potenziare (ρ. μτβ.)
potenziometro (ουσ αρσ )
potere (ουσ αρσ )
potere (ρ.αμτβ.)
potere (ρ. μτβ.)
potesta (θηλ.ουσ)
pot–pourri (ουσ αρσ )
pouf (ουσ αρσ )
pourparler (ουσ αρσ )
poveraccio (ουσ αρσ )
poveraglia (θηλ.ουσ)
poveramente (επίρ.)
poverello (αρσ. επίθ και ουσ)
poveretto (ουσ αρσ )
poverino (ουσ αρσ )
povero (ουσ αρσ )
povero (επίθ.)
povertà (θηλ.ουσ)
poveruomo (ουσ αρσ )
pozione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---