Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portièra (θηλ.ουσ) posafèrro (ουσ αρσ )
portieràto (ουσ αρσ ) posamìne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
portière (ουσ αρσ ) posamòlle (ουσ αρσ )
portinàio (ουσ αρσ ) posapiàno (ουσ αρσ και θηλ.)
portinerìa (θηλ.ουσ) posàre (ρ.αμτβ.)
pòrto (ουσ αρσ ) posàre (ρ. μτβ.)
portogàllo (ουσ αρσ ) posàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
portoghése (ουσ αρσ ) posàta (θηλ.ουσ)
portoghése (θηλ.ουσ) posaterìa (θηλ.ουσ)
portoghése (επίθ.) posatézza (θηλ.ουσ)
portolàno (ουσ αρσ ) posàto (επίθ.)
portombrèlli (ουσ αρσ ) posatóio (ουσ αρσ )
portóne (ουσ αρσ ) posatóre (ουσ αρσ )
portoricàno (ουσ αρσ ) posatrice (θηλ.ουσ)
portoricàno (επίθ.) posatùra (θηλ.ουσ)
portorìco (ουσ αρσ ) poscrìtto (ουσ αρσ )
portuàle (ουσ αρσ ) posdomàni (επίρ.)
portuàle (επίθ.) positìva (θηλ.ουσ)
portualità (θηλ.ουσ) positivaménte (επίρ.)
portuàrio (επίθ.) positivìsmo (ουσ αρσ )
portulàca (θηλ.ουσ) positivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
portuóso (επίθ.) positivìstico (επίθ.)
porzióne (θηλ.ουσ) positività (θηλ.ουσ)
pòsa (θηλ.ουσ) positìvo (ουσ αρσ )
posacénere (ουσ αρσ ) positìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: