Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportolàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [portoˈlano] 1 βιβλίο με αγκυροβόλια και λιμάνια (βιβλίο πιλότων) 2 χάρτης λιμανιού 3 πορτολάνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |